- αὐτοκράτεια
- αὐτοκράτειαpower over oneselffem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτοκράτεια — η (Α αὐτοκράτεια) [αυτοκρατής] νεοελλ. η πλήρης ελευθερία της βούλησης αρχ. απόλυτη εξουσία, πλήρης κυριαρχία … Dictionary of Greek
αὐτοκράτειαν — αὐτοκράτεια power over oneself fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
самодержавие — стар. самодержство (Аввакум 130), самодержавство (Радищев). Калькирует франц. despotisme, которое в свою очередь является калькой лат. аutосrаtīа. От греч. αὑτοκράτεια абсолютная власть (Платон). У Аввакума (церк.) непосредственно из греч. ••… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Autocracia — ► sustantivo femenino POLÍTICA Sistema de gobierno en el cual el poder lo ejerce una sola persona. * * * autocracia (del gr. «autokráteia») f. Gobierno despótico ejercido por una sola persona. * * * autocracia. (Del gr. αὐτοκράτεια). f. Sistema… … Enciclopedia Universal
Автократия (значения) — В Викисловаре есть статья «автократия» Автократия: Автократия (др. греч. αὐτοκράτεια самовластие, сам … Википедия
αυτοκρατής — αὐτοκρατής, ές (Α) 1. αυτός που κυβερνά κατά τη δική του θέληση, αυτεξούσιος, απόλυτος κύριος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐτοκρατές η αυτοκράτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + κρατής < κράτος «ισχύς, δύναμη» (πρβλ. ακρατής, εγκρατής, ισοκρατής)] … Dictionary of Greek
αυτοκυβέρνηση — η 1. η αυτοδιοίκηση 2. η αυτοκράτεια … Dictionary of Greek
autocracia — (Del gr. αὐτοκράτεια). f. Sistema de gobierno en el cual la voluntad de una sola persona es la suprema ley … Diccionario de la lengua española